Γυμνός και αφτιασίδωτος
Τι να κρύψω
Πως είχα όνειρα
Και για χάρη τους θυσίαζα το σήμερα
Καθένας το περιμένει αυτό από έναννέο
Μια ανυπμονησία ένα πάθος
Μια παρόρμηση
Ύστερα υποτίθεται ανδρώθηκα
Και πάλι διάφανος
Καρφωνόμουν με τη θλίψη μου
Μύριζε η ανάσα μου αποχή απ' τη ζωή
Και άγνοια
Αλλά τι να περιμένει κανείς από έναν άντρα
Που ερωτεύεται την μάνα του
Πέρασα την εφηβεία μου σκάρτα σαράντα
Πώς να το βουλώσω
Πως έψαχνα και καμάρωνα
Για κάθε εικόνα στίχο και φωνή
Το πράγμα μιλούσε από μόνο του
Η τρέλα με μεταμόρφωνε
Κι η θλίψη μου
Κατάθλιψη μου
Μου έδειχνε τον δρόμο για τον άνθρωπο
Άρχισα να λατρεύω
Τις ψυχές όσων υπέφεραν
Μα τσακιζόμουν
Μόνος κι αδύναμος
Μπανταρισμένος ως τον λαιμό
Μια ζωή στην εντατική
Είχε έρθει η ώρα της ανάνηψης
Ξέσκισα τα κουρέλια μου
Κι έγινα πεταλούδα
Όχι δεν έφερα την επανάσταση
Μα έβλεπα για πρώτη φορά
Των άλλων τα φτερά
Γύρω μου
Ήταν πολλοί και πολύχρωμοι
Και το σμήνος τάρασσε τη μούχλα
Των πνευμόνων μας
Γίναμε συνδαιτημόνες στον ανοιχτό διάλογο
Του αναστοχασμού
Τα μαλλιά αραίωσαν το διάφραγμα φούσκωσε
Το πέος έπαψε να ξεβάφει το μπλουτζίν
Μα γίναμε ένα δεμάτι ξύλα
Και τίποτα δεν μπορεί να θραύσει
Την επιμονή μας
Ενηλικωθήκαμε
Νίκος Ι. Μουρίκης
από τη συλλογή Γενεαλογία του πείσματος, 2016
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου